τροχοδρομώ

τροχοδρομώ
Ν
(για αεροπλάνο) κινούμαι με τους τροχούς στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + -δρομώ (< -δρομος < δρόμος), πρβλ. σταδιο-δρομώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τροχοδρόμηση — η, Ν [τροχοδρομώ] η κίνηση τού αεροπλάνου στο έδαφος πάνω στους τροχούς κατά την απογείωση και την προσγείωσή του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”